- καλάβριο
- τογεωλ. βλ. καλάβριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλειόκαινο — Γεωλογική υποπερίοδος, η τελευταία του τριτογενούς (του καινοζωικού αι.). Τόσο τα κατώτερα όριά του (με το μειόκαινο) όσο και τα ανώτερα (με το τεταρτογενές) δεν είναι πάντα ευδιάκριτα, γιατί δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία που να σημειώνουν τη… … Dictionary of Greek
καλάβριος — α, ο γεωλ. 1. φρ. «καλάβρια βαθμίδα» η κατώτερη στρωματογραφική βαθμίδα τού Πλειστοκαίνου που η αρχή της τοποθετείται πριν από 2 περίπου εκατομμύρια χρόνια και που αντιπροσωπεύει θαλάσσια φάση 2. το ουδ. ως ουσ. το καλάβριο η καλάβρια βαθμίδα.… … Dictionary of Greek
Ζινιού, Μορίς — (Maurice Gignoux, Λιόν 1881 – Γκρενόμπλ 1955). Γάλλος γεωλόγος. Το 1917 ανέλαβε έδρα καθηγητή της γεωλογίας στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και από το 1926 ανάλογη έδρα στο πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι… … Dictionary of Greek